- απολυτος
- ἀπόλυτοςἀπό-λῠτος21) освобожденный, свободный
(ἀ. καὴ ἐλεύθερος Plut.)
2) безотносительный, абсолютныйοὐκ ἀ., ἀλλὰ πρός τι Sext. — не абсолютный, а относительный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀ. καὴ ἐλεύθερος Plut.)
οὐκ ἀ., ἀλλὰ πρός τι Sext. — не абсолютный, а относительный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπόλυτος — loosed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
απολυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. λυμένος, αμολημένος: Πολλές φορές ξεχνούσε κι άφηνε απολυτό το σκύλο του. 2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτό είδος λαϊκού τραγουδιού και χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόλυτος — η, ο επίρρ. α 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, απεριόριστος: Η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι το αδύνατο. 2. (φιλοσ.), το ουδ. ως ουσ., το απόλυτο το αυτοτελές, το τέλειο, το άπειρο, αυτό που υπάρχει μόνο για τον εαυτό του: Ο Θεός είναι το απόλυτο, όλα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολύτως — ἀπόλυτος loosed adverbial ἀπόλυτος loosed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλυτον — ἀπόλυτος loosed masc/fem acc sg ἀπόλυτος loosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτοις — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτου — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτους — ἀπόλυτος loosed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτων — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτῳ — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)