απολυτος

απολυτος
    ἀπόλυτος
    ἀπό-λῠτος
    2
    1) освобожденный, свободный
    

(ἀ. καὴ ἐλεύθερος Plut.)

    2) безотносительный, абсолютный
    

οὐκ ἀ., ἀλλὰ πρός τι Sext. — не абсолютный, а относительный


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απολυτος" в других словарях:

  • ἀπόλυτος — loosed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …   Dictionary of Greek

  • απολυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. λυμένος, αμολημένος: Πολλές φορές ξεχνούσε κι άφηνε απολυτό το σκύλο του. 2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτό είδος λαϊκού τραγουδιού και χορού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόλυτος — η, ο επίρρ. α 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, απεριόριστος: Η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι το αδύνατο. 2. (φιλοσ.), το ουδ. ως ουσ., το απόλυτο το αυτοτελές, το τέλειο, το άπειρο, αυτό που υπάρχει μόνο για τον εαυτό του: Ο Θεός είναι το απόλυτο, όλα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολύτως — ἀπόλυτος loosed adverbial ἀπόλυτος loosed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλυτον — ἀπόλυτος loosed masc/fem acc sg ἀπόλυτος loosed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτοις — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτου — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτους — ἀπόλυτος loosed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτων — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολύτῳ — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»